- μονοαιθανολαμίνη
- η·χημ. βλ. αιθανολαμίνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… … Dictionary of Greek
αιθανολαμίνες — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις, αμινοπαράγωγα της αιθυλικής αλκοόλης. Υπάρχουν τρία παράγωγα: η μονοαιθανολαμίνη ή κολαμίνη, CΗ2(ΟΗ) CΗ2ΝΗ2, η διαιθανολαμίνη, (CΗ2[ΟΗ]CΗ2)2ΝΗ και η τριαιθανολαμίνη, Ν(CΗ2CΗ2 [ΟΗ])3. Παρασκευάστηκαν για πρώτη φορά από … Dictionary of Greek